Anonymous

φυζάναι: Difference between revisions

From LSJ
45
(13)
 
(45)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=fuza/nai
|Beta Code=fuza/nai
|Definition=(inf. of <b class="b3">Φύζημι</b>) <b class="b3">· φυγεῖν, δειλιάσαι</b>, Hsch.
|Definition=(inf. of <b class="b3">Φύζημι</b>) <b class="b3">· φυγεῖν, δειλιάσαι</b>, Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φυγεῖν, δειλιάσαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από το ουσ. [[φύζα]], παραμένει, όμως, [[δυσερμήνευτος]]. Πρόκειται πιθ. για απρμφ. ενός αθέματου ενεστ. σε -<i>μι</i> <i>φυζᾱμι</i>, [[οπότε]] θα έπρεπε να γραφεί <i>φυζᾶναι</i>, ή για απρμφ. αορ., [[οπότε]] θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>φυζᾶσαι</i>].
}}
}}