Anonymous

φηγός: Difference between revisions

From LSJ
1,633 bytes added ,  29 September 2017
44
(Autenrieth)
(44)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. fagus): a [[sort]] of [[oak]] [[with]] [[edible]] acorns. An [[ancient]] [[tree]] of [[this]] [[species]] [[was]] [[one]] of the landmarks on the [[Trojan]] [[plain]], Il. 7.22, Il. 9.354. (Il.)
|auten=(cf. fagus): a [[sort]] of [[oak]] [[with]] [[edible]] acorns. An [[ancient]] [[tree]] of [[this]] [[species]] [[was]] [[one]] of the landmarks on the [[Trojan]] [[plain]], Il. 7.22, Il. 9.354. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και δωρ. τ. [[φαγός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> επιστημονική [[ονομασία]] του γένους της οξιάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] δρυός με εδώδιμο βαλανίδι<br /><b>2.</b> το βαλανίδι του [[παραπάνω]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ παλαιὰ [[φηγός]]» — [[δρυς]] που φύεται στην [[περιοχή]] της Δωδώνης (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φηγός]] ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>bh</i><i>ā</i><i>go</i>-<i>s</i> «[[οξιά]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>fagus</i>, γαλατ. <i>b</i><i>ā</i><i>go</i>-, αρχ. άνω γερμ. <i>buohha</i>, από όπου το γερμ. <i>Buche</i>, [[καθώς]] και τα γοτθ. <i>boka</i> «[[γράμμα]], [[χαρακτήρας]]», αρχ. άνω γερμ. <i>buoh</i> «[[βιβλίο]]», από όπου και το γερμ. <i>Buch</i>), χρησιμοποιήθηκε, όμως, στην Ελληνική για να δηλώσει τη δρυ, τη [[βαλανιδιά]], ένα διαφορετικό δηλ. [[είδος]] δένδρου από την [[οξιά]], η οποία δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα στην [[Ελλάδα]] (<b>βλ.</b> και λ. [[οξιά]]). Η [[σύνδεση]] του ΙΕ ονόματος της οξιάς με τη [[ρίζα]] <i>bhag</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
}}
}}