3,277,286
edits
(6_11) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοξευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22. | |lstext='''τοξευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τοξευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τοξεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τόξευση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τοξευτική</i><br />η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]]. | |||
}} | }} |