Anonymous

τοξευτικός: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22.
|lstext='''τοξευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τοξευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τοξεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τόξευση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τοξευτική</i><br />η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]].
}}
}}