Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοίνιος: Difference between revisions

From LSJ
1,327 bytes added ,  29 September 2017
45
(SL_2)
(45)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>φοίνῐος</b> n. s. acc. pro adv., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> bloodily [[ἴστε]] μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾦ φασγάνῳ μομφὰν [[ἔχει]] (alii [[post]] φοίνιον distinxerunt: “feriendo cruentavit,” Madvig) (I. 4.35)
|sltr=<b>φοίνῐος</b> n. s. acc. pro adv., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> bloodily [[ἴστε]] μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾦ φασγάνῳ μομφὰν [[ἔχει]] (alii [[post]] φοίνιον distinxerunt: “feriendo cruentavit,” Madvig) (I. 4.35)
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, θηλ. και -ος, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το βαθυκόκκινο [[χρώμα]] του αίματος, [[αιματόχρωμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει θάνατο, [[θανατηφόρος]] («χεῑρα φοινίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αιμοχαρής]] («φοινίαν Σκύλλαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[φοίνιος]] [[σάλος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[λοιμός]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοινός]] «[[ερυθρός]], [[κόκκινος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δόχμ</i>-<i>ιος</i>: [[δοχμός]], <i>θούρ</i>-<i>ιος</i>: [[θοῦρος]]). Ο τ. [[φοίνιος]] απαντά συχνότερα από τον τ. [[φοινός]] και χρησιμοποιείται και με σημ. «[[φονικός]]», [[αντί]] του επιθ. [[φόνιος]], για μετρικούς λόγους (για τη [[σχέση]] τών οικογενειών τών λ. [[φόνος]] και [[φοινός]], <b>βλ. λ.</b> [[φοινός]])].
}}
}}