Anonymous

τόξαρχος: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chef des archers.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]], [[ἄρχω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />chef des archers.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]], [[ἄρχω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο [[αρχηγός]] τών τοξοτών και όλου του στρατού, [[στρατηγός]] («Δαρεῑος μὲν οὕτω τότ' ἀβλαβὴς ἐπῆν [[τόξαρχος]] πολιάταις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[διοικητής]] του σώματος τών τοξοτών, [[τοξάρχης]] («τοῡ τοξάρχου ἀποθανόντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην αρχ. Αθήνα) ο [[αρχηγός]] της πολιτοφυλακής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
}}