3,277,286
edits
(6_18) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράτροχος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας τροχούς, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 242, Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λ. [[τετράκυκλος]]. | |lstext='''τετράτροχος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας τροχούς, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 242, Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λ. [[τετράκυκλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράτροχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τροχούς («τετράτροχη [[άμαξα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράτροχο</i><br />όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>τροχος</i>)]. | |||
}} | }} |