Anonymous

τολύπη: Difference between revisions

From LSJ
1,051 bytes added ,  29 September 2017
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />peloton de laine enroulée autour de la quenouille, laine prête à être filée.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à [[τύλος]].
|btext=ης (ἡ) :<br />peloton de laine enroulée autour de la quenouille, laine prête à être filée.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à [[τύλος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τουλούπα]] Ν<br /><b>1.</b> [[τούφα]] από κατεργασμένο [[μαλλί]] ή [[βαμβάκι]], έτοιμο για [[γνέσιμο]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που μοιάζει με [[τολύπη]], που έχει [[σχήμα]] τολύπης (α. «[[τολύπη]] χιονιού» β. «[[τολύπη]] καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] του φυτού [[κολοκύνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. προέρχεται από τη λ. [[τύλος]] «[[κάλος]], [[εξόγκωμα]]» μέσω ενός τ. <i>τυλύπη</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. [[τυλίσσω]].
}}
}}