χλευαστικός: Difference between revisions

46
(6_11)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλευαστικός''': -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς τὸ χλευάζειν, ἀγαπῶν νὰ χλευάζῃ, Ἐφιφάν. 69. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 200.
|lstext='''χλευαστικός''': -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς τὸ χλευάζειν, ἀγαπῶν νὰ χλευάζῃ, Ἐφιφάν. 69. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 200.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χλευαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χλευάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να χλευάζει («χλευαστικὸς [[κόλαξ]]», <b>[[Πολυδ]].</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χλευαστικώς</i> / <i>χλευαστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>χλευαστικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο χλευαστικό, περιπαικτικά.
}}
}}