3,277,121
edits
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>p. contr. p.</i> [[φακέα]];<br />plat <i>ou</i> purée de lentilles.<br />'''Étymologie:''' fém. de *φακέος, dér. de [[φακός]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>p. contr. p.</i> [[φακέα]];<br />plat <i>ou</i> purée de lentilles.<br />'''Étymologie:''' fém. de *φακέος, dér. de [[φακός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[φακέα]] Α<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] λενς, που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ψυχανθή]] ή [[φαβίδες]]<br />β) [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του είδους [[φυτών]] Lens esculenta ή Lens culinaris και του εδώδιμου σπέρματός του, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες καλλιεργούμενες τροφές του ανθρώπου και πολυτιμότατο όσπριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[αντί]] πινακίου φακής» — [[αντί]] μηδαμινής αμοιβής, με ευτελές [[αντάλλαγμα]]<br />β) «[[παλληκάρι]] της φακής»<br /><b>ειρων.</b> [[θρασύδειλος]]<br />γ) «[[φακή]] τών νερών»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τριών ειδών του γένους [[φυτών]] [[λέμνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῆ</i> / -<i>έα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>ῆ</i> / -<i>έα</i>)]. | |||
}} | }} |