Anonymous

χέλυδρος: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_14)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χέλυδρος''': ὁ, ἀμφίβιός τις [[ὄφις]], Νικ. Θηρ. 411 κἑξ., Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 415. 2) [[εἶδος]] χελώνης, ὑδροχελώνη, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 340.
|lstext='''χέλυδρος''': ὁ, ἀμφίβιός τις [[ὄφις]], Νικ. Θηρ. 411 κἑξ., Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 415. 2) [[εἶδος]] χελώνης, ὑδροχελώνη, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 340.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />παλαιότερη [[ονομασία]] της νεροχελώνας [[χελύδρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αμφίβιου φιδιού<br /><b>2.</b> [[είδος]] νεροχελώνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χελ</i>- του [[χέλυς]] «[[χελώνα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χέρσ</i>-<i>υδρος</i>].
}}
}}