Anonymous

ὑφίζω: Difference between revisions

From LSJ
442 bytes added ,  29 September 2017
44
(6_2)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφίζω''': [[καθίζω]] [[κάτω]], «ζαρώνω», Εὐρ. Ρῆσ. 730. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑφιζάνω]], κατακαθίζω, βυθίζομαι, ὄρη ἄλλα ὑφίζησε Δίων Κ. 68. 25· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 246.
|lstext='''ὑφίζω''': [[καθίζω]] [[κάτω]], «ζαρώνω», Εὐρ. Ρῆσ. 730. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑφιζάνω]], κατακαθίζω, βυθίζομαι, ὄρη ἄλλα ὑφίζησε Δίων Κ. 68. 25· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 246.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ὑφιζάνω]]<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε [[ενέδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i> «[[καθίζω]], [[τοποθετώ]], βυθίζομαι»].
}}
}}