Anonymous

χειρωτικός: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_10)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, [[αὐτόθι]] 223β, πρβλ. 221Β.
|lstext='''χειρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, [[αὐτόθι]] 223β, πρβλ. 221Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] στο να υποτάσσει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χειρωτική</i><br />η [[τέχνη]] της εξημέρωσης.
}}
}}