Anonymous

συστρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_10)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συστρεπτικός''': -ή, -όν, [[πάνυ]] [[ψυχρός]], συμπηγνύων, ἐπὶ τοῦ ψύχους, Ἱππ. 1175C, ἴδε [[συστρέφω]] Ι. 6.
|lstext='''συστρεπτικός''': -ή, -όν, [[πάνυ]] [[ψυχρός]], συμπηγνύων, ἐπὶ τοῦ ψύχους, Ἱππ. 1175C, ἴδε [[συστρέφω]] Ι. 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συστρέφω]]<br />(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει [[κάτι]] («ψυχρὸν [[πάνυ]], συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).
}}
}}