Anonymous

ὑπουργία: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> aide, assistance, secours, bon office;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> empressement affecté, obséquiosité, adulation.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπουργός]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> aide, assistance, secours, bon office;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> empressement affecté, obséquiosité, adulation.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπουργία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπουργίη Α [[ὑπουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] και το [[έργο]] του υπουργού («η [[υπουργία]] του ήταν πολύ αποδοτική»)<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] θητείας ενός υπουργού («έκανε σημαντικές αλλαγές στην πρώτη [[υπουργία]] του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρεσία]], [[εξυπηρέτηση]] («οὐκ ἐλάσσονα ἔτ' ἄλλον οἴσει τῆς ἐμῆς ὑπουργίας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]] («τίνος ἂν ὑπουργίας δέοιτο ὁ θελήματι μόνῳ δημιουργῶν», Βασ.)<br /><b>3.</b> [[χρήση]], [[χρησιμοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κολακεία]], δουλική [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> [[παροχή]] υπηρεσιών από γιατρό ή [[μαία]]<br /><b>3.</b> τα απαραίτητα [[μέσα]], τα αναγκαία έξοδα.
}}
}}