Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνεργία: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> coopération, concours, assistance;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> conspiration.<br />'''Étymologie:''' [[συνεργός]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> coopération, concours, assistance;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> conspiration.<br />'''Étymologie:''' [[συνεργός]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[συνέργεια]], η, ΝΜΑ [[συνεργός]] / [[συνεργής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[συνεργός]] σε [[κάτι]], [[σύμπραξη]], [[συνεργασία]] («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» — με την [[έμπνευση]] και την [[καθοδήγηση]] του διαβόλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ποιν. δίκ.) [[μορφή]] συμμετοχής σε [[έγκλημα]], η οποία συνίσταται στην [[παροχή]] στον δράστη ψυχικής ή υλικής υποστήριξης [[κατά]] την [[τέλεση]] του εγκλήματος<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> [[συνεργασία]] πολλών οργάνων ενός οργανισμού για την [[επίτευξη]] μιας λειτουργίας («[[συνεργία]] [[μυών]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[φαινόμενο]] σύμφωνα με το οποίο οι επιπτώσεις από τη συνδυασμένη [[δράση]] δύο διακεκριμένων χημικών ουσιών [[είναι]] εντονότερες από αυτές που προέρχονται από την [[δράση]] της καθεμιάς ξεχωριστά<br /><b>4.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο οι διαφορετικοί τρόποι δράσης δύο φαρμάκων αλληλοενισχύονται τείνοντας [[προς]] τον ίδιο στόχο<br /><b>5.</b> <b>(οικον.)</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο επιτυγχάνεται ένα συνθετικό [[αποτέλεσμα]] που [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[άθροισμα]] τών επιμέρους συστατικών [[μερών]] του<br /><b>6.</b> το [[αποτέλεσμα]] τών απρογραμμάτιστων και ασυντόνιστων [[αλλά]] συγκλινουσών ενεργειών που επιτελούν μεμονωμένα [[μέλη]] μιας κοινωνικής ομάδας<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «παραγοντική [[συνέργεια]]»<br /><b>βιολ.</b> η υποχρεωτική [[συνεργασία]] δύο ή περισσότερων γονιδίων τα οποία συντονίζουν και ρυθμίζουν ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συμπαράσταση]], [[βοήθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνωμοσία]] («τὰ περὶ τὸν σῑτον ἐκ τῶν τοιούτων ἐπιστολῶν καὶ συνεργιῶν», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συνέργεια]], η, ΝΜΑ [[συνεργός]] / [[συνεργής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[συνεργός]] σε [[κάτι]], [[σύμπραξη]], [[συνεργασία]] («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» — με την [[έμπνευση]] και την [[καθοδήγηση]] του διαβόλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ποιν. δίκ.) [[μορφή]] συμμετοχής σε [[έγκλημα]], η οποία συνίσταται στην [[παροχή]] στον δράστη ψυχικής ή υλικής υποστήριξης [[κατά]] την [[τέλεση]] του εγκλήματος<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> [[συνεργασία]] πολλών οργάνων ενός οργανισμού για την [[επίτευξη]] μιας λειτουργίας («[[συνεργία]] [[μυών]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[φαινόμενο]] σύμφωνα με το οποίο οι επιπτώσεις από τη συνδυασμένη [[δράση]] δύο διακεκριμένων χημικών ουσιών [[είναι]] εντονότερες από αυτές που προέρχονται από την [[δράση]] της καθεμιάς ξεχωριστά<br /><b>4.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο οι διαφορετικοί τρόποι δράσης δύο φαρμάκων αλληλοενισχύονται τείνοντας [[προς]] τον ίδιο στόχο<br /><b>5.</b> <b>(οικον.)</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο επιτυγχάνεται ένα συνθετικό [[αποτέλεσμα]] που [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[άθροισμα]] τών επιμέρους συστατικών [[μερών]] του<br /><b>6.</b> το [[αποτέλεσμα]] τών απρογραμμάτιστων και ασυντόνιστων [[αλλά]] συγκλινουσών ενεργειών που επιτελούν μεμονωμένα [[μέλη]] μιας κοινωνικής ομάδας<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «παραγοντική [[συνέργεια]]»<br /><b>βιολ.</b> η υποχρεωτική [[συνεργασία]] δύο ή περισσότερων γονιδίων τα οποία συντονίζουν και ρυθμίζουν ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συμπαράσταση]], [[βοήθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνωμοσία]] («τὰ περὶ τὸν σῑτον ἐκ τῶν τοιούτων ἐπιστολῶν καὶ συνεργιῶν», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=και [[συνέργεια]], η, ΝΜΑ [[συνεργός]] / [[συνεργής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[συνεργός]] σε [[κάτι]], [[σύμπραξη]], [[συνεργασία]] («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» — με την [[έμπνευση]] και την [[καθοδήγηση]] του διαβόλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ποιν. δίκ.) [[μορφή]] συμμετοχής σε [[έγκλημα]], η οποία συνίσταται στην [[παροχή]] στον δράστη ψυχικής ή υλικής υποστήριξης [[κατά]] την [[τέλεση]] του εγκλήματος<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> [[συνεργασία]] πολλών οργάνων ενός οργανισμού για την [[επίτευξη]] μιας λειτουργίας («[[συνεργία]] [[μυών]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[φαινόμενο]] σύμφωνα με το οποίο οι επιπτώσεις από τη συνδυασμένη [[δράση]] δύο διακεκριμένων χημικών ουσιών [[είναι]] εντονότερες από αυτές που προέρχονται από την [[δράση]] της καθεμιάς ξεχωριστά<br /><b>4.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο οι διαφορετικοί τρόποι δράσης δύο φαρμάκων αλληλοενισχύονται τείνοντας [[προς]] τον ίδιο στόχο<br /><b>5.</b> <b>(οικον.)</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο επιτυγχάνεται ένα συνθετικό [[αποτέλεσμα]] που [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[άθροισμα]] τών επιμέρους συστατικών [[μερών]] του<br /><b>6.</b> το [[αποτέλεσμα]] τών απρογραμμάτιστων και ασυντόνιστων [[αλλά]] συγκλινουσών ενεργειών που επιτελούν μεμονωμένα [[μέλη]] μιας κοινωνικής ομάδας<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «παραγοντική [[συνέργεια]]»<br /><b>βιολ.</b> η υποχρεωτική [[συνεργασία]] δύο ή περισσότερων γονιδίων τα οποία συντονίζουν και ρυθμίζουν ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συμπαράσταση]], [[βοήθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνωμοσία]] («τὰ περὶ τὸν σῑτον ἐκ τῶν τοιούτων ἐπιστολῶν καὶ συνεργιῶν», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}