Anonymous

τράμις: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>acc.</i> ιν;<br />le périnée.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. claire.
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>acc.</i> ιν;<br />le périnée.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. claire.
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[μεταξύ]] του πρωκτού και του αιδοίου [[τμήμα]], το περίνεο<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «τὸ [[τρῆμα]] τῆς ἕδρας» <br />β) «ὁ [[ὄρρος]]» <br />γ) «τινὲς [[ἔντερον]]» <br />δ) «[[ἰσχίον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[αναγωγή]] της λ. στη [[ρίζα]] τών [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τόρμος]] παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
}}
}}