Anonymous

τόπιον: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τόπιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τόπος]], μικρὸς [[τόπος]], Βυζ.
|lstext='''τόπιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τόπος]], μικρὸς [[τόπος]], Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και τόπιν Μ [[τόπος]]<br />[[αγρόκτημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἅγιον [[τόπιον]]» — [[μοναστήρι]] <b>πάπ.</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάφος]], [[μνήμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τόπια</i><br />καλλιτεχνική [[παρουσίαση]] ενός τόπου με τη [[χρησιμοποίηση]] φυσικών γνωρισμάτων του ή μνημείων τέχνης που βρίσκονταν σ' αυτόν.
}}
}}