Anonymous

ὑγεία: Difference between revisions

From LSJ
42
(42)
(42)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑγεία]], ΝΜΑ, και (υ)γειά Ν, και [[ὑγίεια]] ΜΑ, και αττ. τ. ὑγιεία και σε <b>επιγρ.</b> ὑγίεα και ιων. τ. ὑγείη και δ. τ. ὑγεῑα και βοιωτ. τ. [[οὑγία]], Α<br />η φυσιολογική [[κατάσταση]] του οργανισμού και, ειδικότερα, η άρτια [[λειτουργία]] τών διαφόρων οργάνων και [[μερών]] του σώματος του ανθρώπου και τών ζώων, [[πλήρης]] σωματική και ψυχική [[ευεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι [[απλώς]] [[απουσία]] νόσου ή αναπηρίας<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> έννομο [[αγαθό]] του προσώπου, χαρακτηριστικό της ευεξίας που του παρέχει η [[αίσθηση]] της αποτελεσματικής ανταπόκρισης τών σωματικών, ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών του στα ερεθίσματα του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Υγεία</i><br /><b>αστρον.</b> [[ονομασία]] αστεροειδούς που παρατηρήθηκε για πρώτη [[φορά]] το 1849<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημόσια]] [[υγεία]]»<br /><b>(κοινων.)</b> η [[υγεία]] του πληθυσμού μιας χώρας, της οποίας η [[περιφρούρηση]] αποτελεί ένα από τα βασικότερα μελήματα του κράτους<br />β) «εις υγείαν» και «στην [[υγειά]] σας!» — ευκτήρια [[προσφώνηση]] ενός που πίνει [[προς]] εκείνους που του προσέφεραν το [[ποτό]] ή [[προς]] αυτούς που πίνουν [[μαζί]] του<br />ε) «με τις υγείες σου [ή σας]»<br />i) [[ευχή]] σε κάποιον που [[μόλις]] έφαγε ή [[μόλις]] ήπιε<br />ii) [[ευχή]] σε [[άτομο]] που [[μόλις]] φταρνίστηκε<br />iii) (με ειρωνική σημ.) λέγεται για κάποιον που απέτυχε στην [[προσπάθεια]] του για [[κάτι]]<br />στ) «με υγείες» και «με [[γεια]]» — [[ευχή]] σε κάποιον που [[μόλις]] απέκτησε [[κάτι]] καινούργιο<br />ζ) «[[γεια]] σου!» και «[[γεια]] σας!» — [[τύπος]] χαιρετισμού ή [[ευχή]] σε [[συνάντηση]] ή [[κατά]] τον ερχομό ή την [[αναχώρηση]] κάποιου ή κάποιων<br />η) «έχετε [[γεια]]» — και «[[γεια]] [[χαρά]]!» αποχαιρετιστήριες φράσεις<br />θ) «[[γεια]] στα χέρια σου [ή σας]!» — [[φράση]] [[προς]] κάποιον που έκανε [[κάτι]] το αξιόλογο, [[συνήθως]] για νόστιμο [[έδεσμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] και, γενικότερα, θεραπευτικό [[μέσο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεραπεία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) [[είδος]] πίτας το οποίο χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τις θυσίες<br /><b>3.</b> (στους Πυθαγορείους) ο [[αριθμός]] <i>έξι</i><br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὑγίειαι</i><br />υγιεινές καταστάσεις («πρὸς γὰρ ὑγιείας καὶ νόσους, ἀρετὰς καὶ κακίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὑγίεια</i><br /><b>μυθ.</b> θεά, [[προσωποποίηση]] της υγείας του σώματος και της ψυχής, [[σύζυγος]] ή [[κόρη]] του Ασκληπιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγιής]]. Ο τ. [[ὑγεία]] που χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική απαντά ήδη και στους μτγν. και ελληνιστικούς χρόνους (για την [[εναλλαγή]] αυτή <b>πρβλ.</b> <i>ταμ</i>-<i>ιεῖον</i>: <i>ταμ</i>-<i>εῖον</i>)].
|mltxt=η / [[ὑγεία]], ΝΜΑ, και (υ)γειά Ν, και [[ὑγίεια]] ΜΑ, και αττ. τ. ὑγιεία και σε <b>επιγρ.</b> ὑγίεα και ιων. τ. ὑγείη και δ. τ. ὑγεῑα και βοιωτ. τ. [[οὑγία]], Α<br />η φυσιολογική [[κατάσταση]] του οργανισμού και, ειδικότερα, η άρτια [[λειτουργία]] τών διαφόρων οργάνων και [[μερών]] του σώματος του ανθρώπου και τών ζώων, [[πλήρης]] σωματική και ψυχική [[ευεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι [[απλώς]] [[απουσία]] νόσου ή αναπηρίας<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> έννομο [[αγαθό]] του προσώπου, χαρακτηριστικό της ευεξίας που του παρέχει η [[αίσθηση]] της αποτελεσματικής ανταπόκρισης τών σωματικών, ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών του στα ερεθίσματα του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Υγεία</i><br /><b>αστρον.</b> [[ονομασία]] αστεροειδούς που παρατηρήθηκε για πρώτη [[φορά]] το 1849<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημόσια]] [[υγεία]]»<br /><b>(κοινων.)</b> η [[υγεία]] του πληθυσμού μιας χώρας, της οποίας η [[περιφρούρηση]] αποτελεί ένα από τα βασικότερα μελήματα του κράτους<br />β) «εις υγείαν» και «στην [[υγειά]] σας!» — ευκτήρια [[προσφώνηση]] ενός που πίνει [[προς]] εκείνους που του προσέφεραν το [[ποτό]] ή [[προς]] αυτούς που πίνουν [[μαζί]] του<br />ε) «με τις υγείες σου [ή σας]»<br />i) [[ευχή]] σε κάποιον που [[μόλις]] έφαγε ή [[μόλις]] ήπιε<br />ii) [[ευχή]] σε [[άτομο]] που [[μόλις]] φταρνίστηκε<br />iii) (με ειρωνική σημ.) λέγεται για κάποιον που απέτυχε στην [[προσπάθεια]] του για [[κάτι]]<br />στ) «με υγείες» και «με [[γεια]]» — [[ευχή]] σε κάποιον που [[μόλις]] απέκτησε [[κάτι]] καινούργιο<br />ζ) «[[γεια]] σου!» και «[[γεια]] σας!» — [[τύπος]] χαιρετισμού ή [[ευχή]] σε [[συνάντηση]] ή [[κατά]] τον ερχομό ή την [[αναχώρηση]] κάποιου ή κάποιων<br />η) «έχετε [[γεια]]» — και «[[γεια]] [[χαρά]]!» αποχαιρετιστήριες φράσεις<br />θ) «[[γεια]] στα χέρια σου [ή σας]!» — [[φράση]] [[προς]] κάποιον που έκανε [[κάτι]] το αξιόλογο, [[συνήθως]] για νόστιμο [[έδεσμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] και, γενικότερα, θεραπευτικό [[μέσο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεραπεία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) [[είδος]] πίτας το οποίο χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τις θυσίες<br /><b>3.</b> (στους Πυθαγορείους) ο [[αριθμός]] <i>έξι</i><br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὑγίειαι</i><br />υγιεινές καταστάσεις («πρὸς γὰρ ὑγιείας καὶ νόσους, ἀρετὰς καὶ κακίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὑγίεια</i><br /><b>μυθ.</b> θεά, [[προσωποποίηση]] της υγείας του σώματος και της ψυχής, [[σύζυγος]] ή [[κόρη]] του Ασκληπιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγιής]]. Ο τ. [[ὑγεία]] που χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική απαντά ήδη και στους μτγν. και ελληνιστικούς χρόνους (για την [[εναλλαγή]] αυτή <b>πρβλ.</b> <i>ταμ</i>-<i>ιεῖον</i>: <i>ταμ</i>-<i>εῖον</i>)].
}}
{{grml
|mltxt=και [[γεια]], η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[υγεία]].
}}
}}