Anonymous

φθινάς: Difference between revisions

From LSJ
1,041 bytes added ,  29 September 2017
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui fait dépérir, qui consume.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui fait dépérir, qui consume.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει [[προς]] το [[τέρμα]] («[[οὐδέ]] λάθει μηνῶν φθινὰς [[ἁμέρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτή που επιφέρει [[ελάττωση]] ή [[φθορά]] ή και [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> α) (σε [[συνεκφορά]] με τη λ. [[νόσος]]) [[φθίση]], [[φυματίωση]]<br />β) ([[χωρίς]] τη λ. [[νόσος]]) [[συγκέντρωση]] πύου σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό [[σημείο]] του σώματος, [[εμπύημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθιν</i>- του ρ. [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἰκμ</i>-<i>άς</i>, <i>ψεκ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}