ταχυχειλής: Difference between revisions

40
(6_7)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχῠχειλής''': -ές, ἐπὶ αὐλοῦ, ὁ [[ταχέως]], εὐκόλως διὰ τῶν χειλέων φυσώμενος, αὐλοὶ τ. Ἀνθ. Π. 5. 206.
|lstext='''τᾰχῠχειλής''': -ές, ἐπὶ αὐλοῦ, ὁ [[ταχέως]], εὐκόλως διὰ τῶν χειλέων φυσώμενος, αὐλοὶ τ. Ἀνθ. Π. 5. 206.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για αυλό) αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] εύκολα να φυσήξει με τα χείλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖλος]], <i>το</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παχυ</i>-<i>χειλής</i>].
}}
}}