Anonymous

φασγάνω: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_3)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φασγάνω''': [[σφάζω]] διὰ τοῦ ξίφους, «φασγάνεται· ξίφει ἀναιρεῖται» Ἡσύχ.
|lstext='''φασγάνω''': [[σφάζω]] διὰ τοῦ ξίφους, «φασγάνεται· ξίφει ἀναιρεῖται» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[φάσγανον]]<br />[[σφάζω]] με φάσγανο.
}}
}}