Anonymous

τύμβιος: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_1)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τύμβιος''': (οὐχὶ [[τύμβειος]]), α, ον, ὁ εἰς τάφον ἀνήκων, [[ἐπιτάφιος]], [[νεκρικός]], τυμβίαν θ’ [[ὑπὲρ]] κρηπῖδ’ ἀνεστήλωσαν Ἀργώου δορὸς κλασθὲν [[πέτευρον]] Λυκόφρ. 882. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ τάφῳ, Κλεοπάτραν τύμβιον Συλλ. Ἐπιγρ. 1956 ([[ἐνταῦθα]] τὸ θηλ. [[τύμβιος]]).
|lstext='''τύμβιος''': (οὐχὶ [[τύμβειος]]), α, ον, ὁ εἰς τάφον ἀνήκων, [[ἐπιτάφιος]], [[νεκρικός]], τυμβίαν θ’ [[ὑπὲρ]] κρηπῖδ’ ἀνεστήλωσαν Ἀργώου δορὸς κλασθὲν [[πέτευρον]] Λυκόφρ. 882. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ τάφῳ, Κλεοπάτραν τύμβιον Συλλ. Ἐπιγρ. 1956 ([[ἐνταῦθα]] τὸ θηλ. [[τύμβιος]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ, και τ. θηλ. [[τυμβιάς]], -[[άδος]] Μ, και τ. θηλ. [[τύμβιος]] Α [[τύμβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, [[επιτύμβιος]], [[επιτάφιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}