Anonymous

φθατέω: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_12)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθατέω''': ἴδε [[καταφθατέομαι]].
|lstext='''φθατέω''': ἴδε [[καταφθατέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φθάνω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φθατέω]], που απαντά στον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>φθατήσῃ</i><br /><i>φθάσῃ</i> και στη σύνθ. μτχ. <i>κατα</i>-<i>φθατουμένη</i> [[καθώς]] και οι τ. [[ψατᾶσθαι]]<br /><i>προκαταλαμβάνειν</i> και <i>ψατῆσαι</i><br /><i>προειπεῖν</i> (για την [[εναλλαγή]] στο αρκτικό <i>φθ</i>/<i>ψ</i> <b>βλ. λ.</b> [[φθάνω]]) [[είναι]] επιτατικοί μεταρρηματικοί τ. σχηματισμένοι από το ρ. [[φθάνω]] με [[επίθημα]] -<i>τάω</i> / -<i>τέω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκιρ</i>-<i>τῶ</i>: [[σκαίρω]]), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. <i>φθατός</i>].
}}
}}