3,276,318
edits
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=être enflé, être gonflé.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[φλύω]]. | |btext=être enflé, être gonflé.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[φλύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[είμαι]] [[γεμάτος]], φουσκωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φλίω]] και η οικογένειά του ανάγονται, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>ei</i>- / <i>bhl</i>-<i>i</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[ξεχειλίζω]]», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με -<i>i</i>-, [[μορφή]] της ρίζας <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, ρέω», (<b>πρβλ.</b> τα ρ. [[φλέω]], [[φλύω]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>eu</i>- / <i>bhl</i>-<i>u</i>- με [[παρέκταση]] -<i>u</i>-). Το ρ. <i>φλῑω</i> απαντά μόνο σε έναν σύνθ. τ. μτχ. <i>περιφλίοντος</i> (όπου το -<i>ῑ</i>- αποτελεί [[αντιπροσώπευση]] της ΙΕ διφθόγγου -<i>ei</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>χλῑω</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ghlei</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[χλιαίνω]]), πιθ. [[τρίβω]], ενώ οι υπόλοιποι τ. της οικογένειας αυτής εμφανίζουν οδοντική [[παρέκταση]] <i>d</i> της ρίζας (<b>πρβλ.</b> <i>φλυ</i>-<i>δ</i>-<i>ῶ</i>) και έχουν σχηματιστεί από θ. <i>φλι</i>-<i>δ</i>-της μηδενισμένης βαθμίδας ή <i>φλοι</i>-<i>δ</i>- της ετεροιωμένης (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>bloat</i> «πρήζομαι» <span style="color: red;"><</span> γερμ. <i>blait</i>-<i>ō</i><i>n</i> <span style="color: red;"><</span> IE <i>bhloid</i>-). To [[σύστημα]], εξάλλου, τών τ. [[φλίω]]: [[φλιαρός]]: <i>φλιδῶ</i>: [[φλιδών]]: <i>φλοιδιῶ</i> μπορεί να παραβληθεί με τους τ. [[χλίω]]: [[χλιαρός]]: <i>χλιδῶ</i>: [[χλιδών]]: <i>χλοιδῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[χλιαίνω]]). Από σημασιολογική [[άποψη]], αρχική [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b>[[περιφλίω]], <i>φλιδῶ</i>, [[φλιδών]] «[[σφυγμός]]»), από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «έχω φουσκάλες με [[υγρό]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ὑπερφλοισμός</i>) και «έχω φλύκταινες που έχουν προκληθεί από [[κάψιμο]]» και στην [[συνέχεια]] «φλέγομαι» (<b>πρβλ.</b> <i>φλοιδῶ</i>, <i>φλοιδιῶ</i>), ενώ από το [[φαινόμενο]] της σήψης που μπορεί να παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις προήλθε η γενικότερη σημ. «[[σαπίζω]], διαλύομαι, καταστρέφομαι, σχίζομαι, κουρελιάζομαι» (<b>πρβλ.</b> <i>φλιδῶ</i>, [[φλιδάνω]], [[φλιδιόωντο]], [[φλιδών]])]. | |||
}} | }} |