Anonymous

χοληγός: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_19)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοληγός''': ός, ὁ ἐξάγων [[κάτωθεν]] χολήν, Ἱππ. 418. 6 καὶ 37, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα πλημμελ. φέρουσι χοληγαγικός καὶ -ηγαγός.
|lstext='''χοληγός''': ός, ὁ ἐξάγων [[κάτωθεν]] χολήν, Ἱππ. 418. 6 καὶ 37, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα πλημμελ. φέρουσι χοληγαγικός καὶ -ηγαγός.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που εξάγει την [[χολή]] («ταύτην [[φάρμακον]] πίσαι χοληγόν», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόλος]] / [[χολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χορ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}