Anonymous

χορήγιον: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_12)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορήγιον''': ἴδε ἐν λ. [[χορηγεῖον]].
|lstext='''χορήγιον''': ἴδε ἐν λ. [[χορηγεῖον]].
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[χοράγιον]], τὸ, Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> χορηγεῑον<br /><b>2.</b> το [[οικοδόμημα]] της σκηνής<br /><b>3.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ χορήγια</i><br />τα απαραίτητα για την ζωή.
}}
}}