Anonymous

τεκμαρτός: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_11)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεκμαρτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, οὐδὲ πρὸς [[εἶδος]] ἄρ’ ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτὸν Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 3.
|lstext='''τεκμαρτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, οὐδὲ πρὸς [[εἶδος]] ἄρ’ ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτὸν Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 3.
}}
{{grml
|mltxt=ή, -ό / [[τεκμαρτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τεκμαίρομαι]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να συμπεράνει, να συναγάγει ως [[συμπέρασμα]] από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τεκμαρτό [[εισόδημα]]» — το [[εισόδημα]] που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει ορισμένων τεκμηρίων<br />β) «τεκμαρτό [[ενοίκιο]]» — το θεωρητικό [[ενοίκιο]] για [[ιδιοκατοίκηση]] που συμπεραίνεται από σχετικά στοιχεία.
}}
}}