3,273,036
edits
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un art, propre à un art, technique;<br /><b>2</b> industrieux, habile;<br /><i>Cp.</i> τεχνικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un art, propre à un art, technique;<br /><b>2</b> industrieux, habile;<br /><i>Cp.</i> τεχνικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τεχνικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και [[τεχνικός]] Ν [[τέχνη]]<br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με την [[τέχνη]] γενικά ή με μια ορισμένη [[τέχνη]] («τεχνικοί όροι» — καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ασκηθεί σε [[κάτι]], [[επιτήδειος]], [[επιδέξιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρακτική [[εφαρμογή]] τών ανθρώπινων γνώσεων, [[εμπειρικός]], [[πρακτικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[θεωρητικός]]<br /><b>4.</b> κατασκευασμένος με [[τέχνη]], με [[επιδεξιότητα]], [[περίτεχνος]]<br /><b>5.</b> αυτός που [[είναι]] [[προϊόν]] τέχνης («τεχνικό [[έργο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τεχνική]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, <i>η [[τεχνικός]]<br />ο [[ειδικός]] σε κάποια [[τέχνη]], [[ιδίως]] σε πρακτικές εφαρμογές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τεχνική]] [[εκπαίδευση]]» — η θεωρητική και πρακτική [[προετοιμασία]] τών σπουδαστών για επαγγέλματα που σχετίζονται με τις εφαρμοσμένες επιστήμες και τη σύγχρονη [[τεχνολογία]] και που θεωρούνται ανώτερα από τις πρακτικές τέχνες, [[αλλά]] κατώτερα από τα επιστημονικά επαγγέλματα<br />β) «Τεχνικά Επαγγελματικά Ιδρύματα - ΤΕΙ» — ανώτερα ιδρύματα τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης<br />γ) «Τεχνικά Επαγγελματικά Λύκεια - TEΛ» — [[κλάδος]] λυκείων στα οποία δίνονται στους μαθητές οι απαιτούμενες τεχνικές ή άλλες επαγγελματικές γνώσεις για [[ανάπτυξη]] τών δεξιοτήτων τους ώστε [[μετά]] την [[αποφοίτηση]] τους να μπορούν να απασχοληθούν με [[επιτυχία]] σε ορισμένο τεχνικό επαγγελματικό [[κλάδο]]<br />δ) «[[τεχνική]] [[βοήθεια]]»<br /><b>τεχνολ.</b> η [[μεταβίβαση]] τεχνικών γνώσεων και η [[παροχή]] υλικού από τις τεχνολογικά και οικονομικά ανεπτυγμένες [[προς]] τις υπό [[ανάπτυξη]] χώρες του πλανήτη<br />ε) «Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας» — [[επιμελητήριο]] που επιβλέπει γενικά την [[προαγωγή]] της τεχνικής κίνησης της χώρας και [[μέλη]] του [[είναι]] πολιτικοί μηχανικοί, μηχανολόγοι, ηλεκτρολόγοι, μεταλλειολόγοι, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, ναυπηγοί και χημικοί μηχανικοί του ΕΜΠ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανούργος]], [[ραδιούργος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τεχνικοί</i><br />α) οι ρητοροδιδάσκαλοι<br />β) οι γραμματικοί<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τεχνικόν</i><br />η πρακτική [[τέχνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τεχνικώς]] / <i>τεχνικῶς</i> ΝΜΑ, και [[τεχνικά]] Ν<br />σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης, με ιδιαίτερη [[τεχνική]] [[επιδεξιότητα]]. | |||
}} | }} |