Anonymous

τετράσκαλμος: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_18)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράσκαλμος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77.
|lstext='''τετράσκαλμος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] σκαλμούς, τετράκωπος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκαλμός]] «[[μικρός]] [[πάσσαλος]], όπου στηρίζεται το [[κουπί]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>σκαλμος</i>)].
}}
}}