Anonymous

φειδός: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_11)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φειδός''': -ή, -όν, φειδόμενος, [[φειδωλός]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 86· [[ὡσαύτως]] πλημμελῶς φιδός, Καλλ. Ἀποσπ. 460, πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. σ. 280· ― Συγκρ., φειδότερος ἐς τὰ χρήματα Δημόκριτος παρὰ Στοβ. 475. 6. ― Κωμικ. κύριον [[ὄνομα]] Φειδύλος, ὡς τὸ [[μικκύλος]], ἀπαντᾷ παρὰ Φιλιππίδῃ ἐν «Ἀνανεώσει» 2, πρβλ. Hor. 3 Od. 23. 2.
|lstext='''φειδός''': -ή, -όν, φειδόμενος, [[φειδωλός]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 86· [[ὡσαύτως]] πλημμελῶς φιδός, Καλλ. Ἀποσπ. 460, πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. σ. 280· ― Συγκρ., φειδότερος ἐς τὰ χρήματα Δημόκριτος παρὰ Στοβ. 475. 6. ― Κωμικ. κύριον [[ὄνομα]] Φειδύλος, ὡς τὸ [[μικκύλος]], ἀπαντᾷ παρὰ Φιλιππίδῃ ἐν «Ἀνανεώσει» 2, πρβλ. Hor. 3 Od. 23. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και [[φιδός]], -όν, Α<br />[[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[φείδομαι]].
}}
}}