Anonymous

φαρμακτός: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_11)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμιγμένος [[μετὰ]] δηλητηρίου, Μανέθων 4. 52· πρβλ. [[ἀφάρμακτος]].
|lstext='''φαρμακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμιγμένος [[μετὰ]] δηλητηρίου, Μανέθων 4. 52· πρβλ. [[ἀφάρμακτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φαρμάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δηλητηριαστεί, δηλητηριασμένος.
}}
}}