Anonymous

ὑοσκύαμος: Difference between revisions

From LSJ
43
(eksahir)
(43)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[beleño]]
|esgtx=[[beleño]]
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑοσκύαμος]], ΝΑ, και ὑοσκύεμος, Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σολανίδες]] της τάξης [[σκροφουλαριώδη]] και στο οποίο ανήκουν τριχωτά, βαρύοσμα και, [[συχνά]], πολύ τοξικά φυτά, που περιέχουν, όμως, χρήσιμες φαρμακευτικές ουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γεν. <i>ὑός</i> του <i>ὗς</i> «[[χοίρος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κύαμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θερμο</i>-[[κύαμος]]). Κατ' άλλους, το πρώτο συνθετικό της λ. [[είναι]] το ρ. <i>ὕω</i>].
}}
}}