3,277,286
edits
(6_20) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόρμᾰ''': παρ’ Ἡσυχ. τόρμη, ἡ, [[τέρμα]], ἡ καμπὴ καὶ ἡ [[ὕσπληγξ]] ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ, τόρμαν «λέγει αὐτὸ τὸ [[χάραγμα]] τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 262, 487. | |lstext='''τόρμᾰ''': παρ’ Ἡσυχ. τόρμη, ἡ, [[τέρμα]], ἡ καμπὴ καὶ ἡ [[ὕσπληγξ]] ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ, τόρμαν «λέγει αὐτὸ τὸ [[χάραγμα]] τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 262, 487. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τόρμη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τροχιά]] άμαξας, το [[ίχνος]] που αφήνει ο [[τροχός]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> [[άρθρωση]] [[συναρμογή]] («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ)<br /><b>3.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[περιοχή]] χώρας ή πόλης<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εὐθὺς [[δρόμος]] κατὰ τέχνην, καὶ [[στροφή]], καὶ [[σύμπας]] [[[δρόμος]]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος ο [[οποίος]] συνδέεται με τη λ. [[τόρμος]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[τόρμος]]). Ορισμένες, όμως, χρήσεις της λ. σχετικές με τους αγώνες δρόμου και τη [[στροφή]] στο [[τέρμα]] του δρόμου (<b>πρβλ.</b> τις σημ. <i>ευθὺς [[δρόμος]] κατὰ τέχνην</i>, <i>καὶ στροφὴ και [[σύμπας]] ή <i>ὁ [[δρόμος]] ὁἐν τῷ ἱπποδρόμῳ ἤἡ καμπὴ ἤἡ [[ὕσπληξ]] ή [[τόρμη]]<br />[[νύσσα]], [[καμπτήρ]]) παραμένουν δυσερμήνευτες και θα μπορούσαν πιθ. να οδηγήσουν στον διαχωρισμό της λ. [[τόρμη]] από το [[τόρμος]] και στη σύνδεσή της με τη λ. [[τέρμα]]. | |||
}} | }} |