Anonymous

τειχιστής: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_19)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τειχιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κτίζων τείχη, [[τειχοδόμος]], [[τειχοποιός]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
|lstext='''τειχιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κτίζων τείχη, [[τειχοδόμος]], [[τειχοποιός]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τειχίζω]]<br />αυτός που χτίζει τείχη (α. «τειχιστὴς τῆς Τροίας», Λιβάν.<br />β. «τοῑς τειχισταῑς καὶ τοῑς λατόμοις τῶν λίθων», ΠΔ).
}}
}}