Anonymous

φάλος: Difference between revisions

From LSJ
1,439 bytes added ,  29 September 2017
44
(Autenrieth)
(44)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(1) the [[metal]] [[ridge]] or [[crest]] of the [[helmet]], extending [[from]] [[back]] to [[front]], [[with]] a [[socket]] to [[hold]] the [[plume]] (see [[cut]] No. 122).—(2) in narrower [[signification]], the [[rounded]] [[boss]], projecting forepiece, in [[which]] the [[φάλος]] terminated, Il. 6.9, Il. 13.132.
|auten=(1) the [[metal]] [[ridge]] or [[crest]] of the [[helmet]], extending [[from]] [[back]] to [[front]], [[with]] a [[socket]] to [[hold]] the [[plume]] (see [[cut]] No. 122).—(2) in narrower [[signification]], the [[rounded]] [[boss]], projecting forepiece, in [[which]] the [[φάλος]] terminated, Il. 6.9, Il. 13.132.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />το πρόσθιο μεταλλικό [[μέρος]] της περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος [[ξίφος]] ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος [[κόρυθος]] φάλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος της περικεφαλαίας, το οποίο, όμως, δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς. Παρλλ. [[προς]] το αρσ. <i>φάλ</i>-<i>ος</i> απαντούν και συγγενείς τ. σχηματισμένοι από την [[ίδια]] [[ρίζα]], οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές θέματος (<b>βλ.</b> [[φάλαρα]], [[τετραφάληρος]], [[τρυφάλεια]]). Παλαιότερα η λ. [[φάλος]] συνδεόταν —παρετυμολογικώς [[μάλλον]]— με τα επίθ. [[φαλός]], [[φαλιός]] «[[λευκός]]» με την [[έννοια]] ότι δηλώνει κάποιο λαμπερό, αστραφτερό [[μέρος]] της περικεφαλαίας. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>phalerae</i>].
}}
}}