3,277,055
edits
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />quarantième ; [[αἱ]] τεσσαρακοσταί THC <i>litt.</i> les quarantièmes, monnaie de Chios.<br />'''Étymologie:''' [[τεσσαράκοντα]]. | |btext=ή, όν :<br />quarantième ; [[αἱ]] τεσσαρακοσταί THC <i>litt.</i> les quarantièmes, monnaie de Chios.<br />'''Étymologie:''' [[τεσσαράκοντα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τεσσαρακοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τετρωκοστός]], -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α<br />(τακτικό αριθμτ.)<br /><b>1.</b> αυτός που σε μια [[σειρά]] ή [[τάξη]] καταλαμβάνει τη [[θέση]] που αντιστοιχεί στον αριθμό [[σαράντα]] (α. «αποφοίτησε [[τεσσαρακοστός]]» β. «καὶ ἀφικνοῡνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[τεσσαρακοστή]]<br /><b>βλ.</b> [[τεσσαρακοστή]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τεσσαρακοστό</i><br />καθένα από τα [[σαράντα]] ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[τεσσαρακοστά]]<br /><b>εκκλ.</b> [[λειτουργία]] που τελείται [[σαράντα]] μέρες [[μετά]] τον θάνατο ενός προσώπου, τα [[σαράντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεσσαρά</i>-<i>κοντα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τακτικών αριθμτ. -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεντηκο</i>-<i>στός</i>). Ο τ. <i>τετρωκο</i>-<i>στός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρώ</i>-<i>κοντα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τεσσαράκοντα]])]. | |||
}} | }} |