Anonymous

τευτλίον: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_22)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τευτλίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τεῦτλον]], ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ἁπλῶς]] ὡς συνώνυμον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 942, Ἀποσπ. 180, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3· - σευτλίον Δίφιλ. Σίφν. παρὰ Ἀθην. 371A· ἴδε ἐν λ. [[τεῦτλον]].
|lstext='''τευτλίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τεῦτλον]], ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ἁπλῶς]] ὡς συνώνυμον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 942, Ἀποσπ. 180, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3· - σευτλίον Δίφιλ. Σίφν. παρὰ Ἀθην. 371A· ἴδε ἐν λ. [[τεῦτλον]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[σευτλίον]], τὸ, Α [<i>τεῡτλον</i> / σεῡτλον]<br /><b>1.</b> υποκορ. του <i>τεῡτλον</i><br /><b>2.</b> ([[χωρίς]] υποκορ. σημ.) [[τεύτλο]].
}}
}}