3,273,036
edits
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />sot bavardage, sottise, niaiserie.<br />'''Étymologie:''' DELG langue fam., étym. obscure;<br />cf. [[φλάζω]]² ??? | |btext=ου (ὁ) :<br />sot bavardage, sottise, niaiserie.<br />'''Étymologie:''' DELG langue fam., étym. obscure;<br />cf. [[φλάζω]]² ??? | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλυαρία]], [[μωρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φληνάφως]] Α<br />με [[φληναφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το όν. [[φλήναφος]] και το ρ. <i>φληναφῶ</i> [[είναι]] λ. του καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. <i>φλην</i>- / <i>φλᾱν</i>- το οποίο [[πρέπει]] να αναχθεί στη [[ρίζα]] <i>bhel</i>- / <i>bhle</i>-<i>u</i>- τών ρ. [[φλέω]], [[φλύω]] και έχει πιθ. προέλθει [[είτε]] από μια [[μορφή]] <i>bhl</i><i>ē</i>- της ρίζας [[είτε]] από μια [[μορφή]] <i>bhl</i> - (με μακρό το φωνηεντικό -<i>l</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας) με έρρινο [[ένθημα]] -<i>n</i>-. Ωστόσο, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] [[ούτε]] ο [[τρόπος]] σχηματισμού [[ούτε]] η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών τ. [[φλήναφος]] και <i>φληναφῶ</i>. Κατά μία [[άποψη]], αρχαιότερο [[είναι]] το ρ. <i>φληναφῶ</i> (από το οποίο προήλθε υποχωρητικά το όν. [[φλήναφος]]), το οποίο αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από τα ρ. [[φληνύω]] και <i>ἁφῶ</i> «[[αγγίζω]], [[ψηλαφώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[ψηλαφώ]], [[μηλαφώ]]). Κατ' [[άλλη]], αντίθετη, [[άποψη]], [[πρέπει]] να ληφθεί ως [[αφετηρία]] ο τ. <i>φλήν</i>-<i>αφος</i>, ο [[οποίος]] έχει σχηματισθεί από το θ. <i>φλην</i> / <i>φλᾱν</i>- με το [[επίθημα]] -<i>αφος</i> του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> <i>κόλ</i>-<i>αφος</i>, <i>οὔλ</i>-<i>αφος</i>). Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι η λ. [[φλήναφος]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο στον δράστη της ενέργειας όσο και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] (<b>πρβλ.</b> [[φλύαρος]], [[φλύαξ]])]. | |||
}} | }} |