3,254,072
edits
(6_22) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύγος''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[τρύγη]], Γουδ. Ἐτυμ. 536· [[τρύγος]], ὁ, «[[τρυγητός]]· ὁ [[τρύγος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''τρύγος''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[τρύγη]], Γουδ. Ἐτυμ. 536· [[τρύγος]], ὁ, «[[τρυγητός]]· ὁ [[τρύγος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br />η [[συγκομιδή]] ώριμων καρπών και [[ιδίως]] τών σταφυλιών, ο [[τρυγητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[εποχή]] του τρυγητού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μπήκαμε στον τρύγο» — αρχίσαμε τον τρυγητό<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[θέρος]], [[τρύγος]], [[πόλεμος]]» — λέγεται για περιστάσεις [[κατά]] τις οποίες απαιτείται έντονη [[προσπάθεια]], αυξημένη [[δραστηριότητα]].———————— <b>(II)</b><br />το, ΝΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[τρυγητός]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[τρύγη]]. | |||
}} | }} |