Anonymous

χαλκοειδής: Difference between revisions

From LSJ
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με χαλκό<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χαλκοειδής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας [[χρυσομηλίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκοειδή]]<br />(αρχ) [[χαρακτηρισμός]] του σφηνοειδούς οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chalcoides</i>].
}}
}}