Anonymous

τρίσμακαρ: Difference between revisions

From LSJ
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=αρος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[τρισμακάριος]].
|btext=αρος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[τρισμακάριος]].
}}
{{grml
|mltxt=-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]], αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει [[κανείς]] πολλές φορές («Ἰωσὴφ [[τρισμάκαρ]], κήδευσον τὸ [[σῶμα]] Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάκαρ]] «[[ευτυχής]], [[μακάριος]]»].
}}
}}