Anonymous

ταχύγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_18)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχύγλωσσος''': -ον, ὁ ταχεῖαν ἔχων γλῶσσαν, [[ταχέως]] λαλῶν, Ἱππ. 1050D, κλπ.
|lstext='''τᾰχύγλωσσος''': -ον, ὁ ταχεῖαν ἔχων γλῶσσαν, [[ταχέως]] λαλῶν, Ἱππ. 1050D, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ταχύγλωσσος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που μιλά [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ταχυγλωσσία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ταχύγλωσσος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
}}