Anonymous

τρίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_16)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίσπαστος''': -ον, [[μηχάνημα]] χρησιμεῦον πρὸς τὰς τῶν πλοίων καθολκάς, τρ. [[ὄργανον]], τριπλῆ τροχιλέα, Ὀρειβάσ. 115 ἔκδ. Mai· - οὕτω trispastos, Βιτρούβ. 10. 3· - τὸ τρ., χειρουργικόν τι [[ἐργαλεῖον]], Ὀρειβάσ. 156, 1.
|lstext='''τρίσπαστος''': -ον, [[μηχάνημα]] χρησιμεῦον πρὸς τὰς τῶν πλοίων καθολκάς, τρ. [[ὄργανον]], τριπλῆ τροχιλέα, Ὀρειβάσ. 115 ἔκδ. Mai· - οὕτω trispastos, Βιτρούβ. 10. 3· - τὸ τρ., χειρουργικόν τι [[ἐργαλεῖον]], Ὀρειβάσ. 156, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε [[τρία]] τμήματα («τρίσπαστον [[ὄργανον]]» — [[τριπλή]] [[τροχαλία]], Ορειβ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίσπαστον</i><br />[[ονομασία]] χειρουργικού εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σπαστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπάω]] / -<i>ῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>σπαστος</i>].
}}
}}