Anonymous

τοσαυταπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_3)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοσαυτᾰπλάσιος''': [ᾰ], -α, -ον, [[τοσάκις]] [[πολλαπλάσιος]], [[τοσάκις]] πλειότερος ἢ μεγαλύτερος, ἀνταποδιδόμενον πρὸς τὸ ὁσαπλάσιος, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 2.
|lstext='''τοσαυτᾰπλάσιος''': [ᾰ], -α, -ον, [[τοσάκις]] [[πολλαπλάσιος]], [[τοσάκις]] πλειότερος ἢ μεγαλύτερος, ἀνταποδιδόμενον πρὸς τὸ ὁσαπλάσιος, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ασία, -ον, Α<br /><b>1.</b> τόσες φορές [[πολλαπλάσιος]], [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος<br /><b>2.</b> [[πολλαπλάσιος]] [[εξίσου]] με κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τοσαῦτα</i>, πληθ. ουδ. της αντων. [[τοσοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]]].
}}
}}