Anonymous

χειρόβιος: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_18)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]], «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ.
|lstext='''χειρόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]], «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που δεν έχει άλλους πόρους [[εκτός]] από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, [[βιοπαλαιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] «ζωή» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>βιος</i>)].
}}
}}