3,274,921
edits
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[φάλαινα]]. | |btext=<i>c.</i> [[φάλαινα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φάλαινα]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[είδος]] λεπιδόπτερου εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα [[ροδιακός]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[φάλλαινα]], λόγω του χρώματος της πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, [[πρέπει]] να αναχθεί στο θηλ. <i>φαλιά</i> του επιθ. [[φαλιός]] «[[λευκός]]», το οποίο προφέρθηκε <i>φαλyᾱ</i> (σε γρήγορη [[εκφορά]] του λόγου), από όπου προήλθε αρχικά ο τ. [[φάλλη]] (ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου) και στη [[συνέχεια]] ο τ. <i>φάλλ</i>-<i>αινα</i> με κατάλ. -<i>αινα</i>, η οποία χρησιμοποιήθηκε με μειωτική σημ. (<b>πρβλ.</b> [[φάλαινα]]), λόγω του ζωηρού και ανήσυχου πετάγματος της πεταλούδας αυτής. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από τη λ. [[φάος]] / <i>φῶς</i> μέσω αμάρτυρου τ. <i>φαFεσ</i>-<i>λ</i>-<i>aν</i>-<i>ya</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φαει</i>-<i>λαινα</i> ή μέσω τ. <i>φαναινα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φανός]], αττ. τ. του [[φαεινός]], <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>) με ανομοιωτική [[τροπή]] του –<i>ν</i> σε -<i>λ</i>-. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με τη λ. [[φάλλαινα]] (Ι) (<b>βλ.</b> [[φάλαινα]]) δεν θεωρείται πιθανή. Εκτός από τη σημ. «[[πεταλούδα]] της νύχτας», η λ. απαντά στον <b>Ησύχ.</b> με σημ. <i>ἡ ἐν τῇ κεφαλῇ [[θρίξ]], η οποία θα μπορούσε να αναφέρεται στον βόστρυχο (για τη σημασιολογική [[διαφορά]] <b>πρβλ.</b> τη [[χρησιμοποίηση]] της λ. [[βόστρυχος]] «[[πλεξίδα]] μαλλιών» για τη [[δήλωση]] ενός είδους εντόμου)]. | |||
}} | }} |