Anonymous

ὑδροκιρσοκήλη: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_10)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδροκιρσοκήλη''': ἡ, ἀνευρυσμὸς τῶν ἀγγείων τῶν κατὰ τοὺς ὄρχεις καὶ συλλογὴ ὑγροῦ κατά τι [[μέρος]] τοῦ ὀσχέου, Γαλην. τ. 19, σ. 448, § υκη΄.
|lstext='''ὑδροκιρσοκήλη''': ἡ, ἀνευρυσμὸς τῶν ἀγγείων τῶν κατὰ τοὺς ὄρχεις καὶ συλλογὴ ὑγροῦ κατά τι [[μέρος]] τοῦ ὀσχέου, Γαλην. τ. 19, σ. 448, § υκη΄.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑδροκιρσοκήλη]], ΝΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[κιρσοκήλη]] με [[υδροκήλη]], [[ανεύρυσμα]] τών αγγείων τών όρχεων και [[συλλογή]] υγρού σε [[τμήμα]] του οσχέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κιρσοκήλη]].
}}
}}