Anonymous

χιτωνίσκιον: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_22)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χῐτωνίσκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30.
|lstext='''χῐτωνίσκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και χιθωνίσκιον Α [[χιτωνίσκος]]<br />υποκορ. τ. του [[χιτωνίσκος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> το [[σώμα]] («οἷα σκηνὴν τῆς ψυχῆς καταλελοίπει τὸ ἀχθοφόρον τουτὶ καὶ γήϊνον [[χιτωνίσκιον]]», Θεοφύλ. Σ.).
}}
}}