Anonymous

ὑπερφερής: Difference between revisions

From LSJ
43
(6_7)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερφερής''': -ές, [[ἀνώτερος]], [[ἔξοχος]] Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.
|lstext='''ὑπερφερής''': -ές, [[ἀνώτερος]], [[ἔξοχος]] Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που [[είναι]] ψηλότερος από άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[έξοχος]], ο [[υπέροχος]] (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν [[ὑπερφερής]], τόπῳ [[ἴσως]] ἢ ἐνδοξότητι», <b>Ευστ.</b><br />β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους [[εἶναι]]», Επιφάν.<br />γ. «καὶ ἡ [[πρόσοψις]] αὐτῆς [[ὑπερφερής]]», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερφερῶς</i> Α<br />[[έξοχα]], υπέροχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>φερής</i>].
}}
}}