3,276,932
edits
(41) |
m (Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli") |
||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trivolos | |Transliteration C=trivolos | ||
|Beta Code=tri/bolos | |Beta Code=tri/bolos | ||
|Definition=[ῐ], ὁ, name of various prickly plants, < | |Definition=[ῐ], ὁ, name of various prickly plants,<br><span class="bld">a</span> [[water-chestnut]], [[Trapa natans]], τ. ἔνυδρος [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.9.1, Dsc.4.15.<br><span class="bld">b</span> [[caltrops]], [[Tribulus terrestris]], Ar.''Lys.''576; <b class="b3">τ. περικαρπιάκανθος, χερσαῖος</b>, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.1.6, 6.1.3, Dsc. [[l.c.]]; ἄκανθαι καὶ τ. [[LXX]] ''Ge.''3.18; βάτοι καὶ τ. Ph.1.680, cf. ''IG''14.1934f1 (Rome):—Alc.47 calls sour wine <b class="b3">ὀξύτερος τριβόλων</b>.<br><span class="bld">c</span> <b class="b3">τ. φυλλάκανθος</b>, [[thorny trefoil]], [[Fagonia cretica]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.5.3.<br><span class="bld">d</span> [[τρίβολος παραθαλάσσιος]], [[prickly samphire]], [[Echinophora spinosa]], Hp.''Nat.Mul.''32.<br><span class="bld">II</span> [[τρίβολοι]], οἱ, a [[threshing-machine]], [[a board with sharp stones fixed in the bottom]], Ph.''Bel.''85.36, al., [[LXX]] ''2 Ki.''12.31, Longus 3.30; <b class="b3">τ. ξύλινος</b> (in the section <b class="b3">περὶ κάρρων</b>) ''Edict.Diocl.''15.41; τριβόλους ἀχυρότριβας ''AP''6.104 (Phil.).<br><span class="bld">III</span> [[caltrop]], i.e. a four-spiked implement thrown on the ground to lame the enemy's horses, Ph.''Bel.''100.7, Plu.2.200a, Polyaen.1.39.2, 4.3.17, Hdn.4.15.2, Procop.''Goth.''3.24.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">τ. πηχῶν έ</b> a larger contrivance for stopping boulders, etc., thrown down a slope, Ath.Mech. 38.2.<br><span class="bld">c</span> <b class="b3">οἱ κατακρημνώμενοι τ.</b> an instrument hung from the walls of a fortress as a defence against battering-rams, Ph.''Bel.''100.15.<br><span class="bld">d</span> a kind of missile, τριβόλων σιδηρῶν σφενδονῆται D.H.20.1; <b class="b3">οἱ τ. οἱ καιόμενοι</b> a kind of incendiary missile, Ph.''Bel.''100.20, cf. 94.9.<br><span class="bld">IV</span> part of the bit of a bridle, ''PCair.Zen.''782 (a).9 (iii B. C.), Poll.1.148, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">V</span> dub. sens. in naval dockyard records, σίδηρος ἐκ τοῦ τ. ''IG''22.1629.1154, 1631.338.<br><span class="bld">VI</span> as adjective, [[three-tiered]], πυρὰ πυργοειδὴς τ. D.C.74.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1140.png Seite 1140]] dreispitzig, dreizackig, [[ἄκων]], Hesych. – Als subst. 1) ὁ [[τρίβολος]], eine eiserne Spitze, in die Fersen zu stechen, eine Fußangel, Polyaen. 1, 39, 2; auch eine Spitze von Eisen am Pferdezaum. – Wegen der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1140.png Seite 1140]] dreispitzig, dreizackig, [[ἄκων]], Hesych. – Als subst. 1) ὁ [[τρίβολος]], eine eiserne Spitze, in die Fersen zu stechen, eine Fußangel, Polyaen. 1, 39, 2; auch eine Spitze von Eisen am Pferdezaum. – Wegen der Ähnlichkeit eine stachlige Wasserpflanze, Wassernuß, tribulus; auch eine ähnliche Landpflanze, Voß Virg. Georg. 1, 153; ἀπὸ τριβόλων σῦκα συλλέγειν, Matth. 7, 16; – Alcaeus bei Ath. II, 38 sagt ὀξύτερος τριβόλων, sauer gewordener Wein, der den Stich hat. – 2) Stichrede, das witzig, epigrammatisch Zugespitzte des Ausdrucks, die Pointe. – 3) bei Ar. Lys. 576 die Schaafslorbeeren, die in der Wolle hangen bleiben. – 4) τὰ τρίβολα, eine Dreschmaschine, ein unten mit spitzigen Steinen besetztes Brett, das über das Getreide auf der Tenne geschleppt wurde, tribula, auch τριβόλους ὀξεῖς ἀχυρότριβας, Philp. 14 (VI, 104); vgl. Mathem. vett. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à trois pointes;<br /><i>subst.</i> :<br /><b>I.</b> ὁ [[τρίβολος]] :<br /><b>1</b> chausse-trappe qu'on dispose sur les routes pour arrêter la cavalerie ennemie;<br /><b>2</b> <i>pl.</i> pointes de fer au mors d'un cheval;<br /><b>3</b> [[dard à trois pointes]], [[trident]], [[harpon]];<br /><b>4</b> [[pointe]] <i>ou</i> piquant, <i>particul.</i> poil dur de la laine brute;<br /><b>5</b> châtaigne d'eau, <i>plante aquatique armée de piquants</i>;<br /><b>6</b> [[sorte de chardon]];<br /><b>II.</b> τὰ τρίβολα sorte de herse pour séparer le grain de la paille.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[βάλλω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρίβολος -ου, ὁ [τρι-, βάλλω] distel (plant);. ὀξύτερος τριβόλων (wijn) scherper dan distels Alc. 369.2. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίβολος:''' (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[трибол]] (шарик с четырьмя остриями, из которых одно всегда торчало вверх; такие шарики рассыпались для задержки неприятельской конницы) (κατασπεῖραι τριβόλους [[σιδηροῦς]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[колючка]], [[ость]] (τριβόλους ἀπολέξαι Arph.);<br /><b class="num">3</b> [[колючее растение]], [[терн]] (μὴ συλλέγουσιν ἀπὸ τριβόλων σῦκα NT);<br /><b class="num">4</b> pl. [[чесалка]] (τρίβολοι ἀχυρότριβες Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίβολος''': [ῐ], -ον, ὡς τὸ τρῐβελής, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., Ι. [[τρίβολος]], ὁ, τριβελὲς [[σιδήριον]] [[ὅπερ]] ῥιπτόμενον καθ’ ὁδὸν παραλύει τὴν κίνησιν τοῦ ἱππικοῦ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, Πλούτ. 2. 200Β, (ἐν Ἀρβήλοις) [[Δαρεῖος]] τὸ μεταίχμιον τῆς συμβολῆς τριβόλοις κατέσπειρε Πολυαίνου Στραγ. Δ΄, γ΄ (σ. 118 ἔκδ. Κοραῆ), 139. 2, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.· [[ἐπίσης]], [[μέρος]] τοῦ εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ ἵππου ἐμβαλλομένου χαλινοῦ, | |lstext='''τρίβολος''': [ῐ], -ον, ὡς τὸ τρῐβελής, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., Ι. [[τρίβολος]], ὁ, τριβελὲς [[σιδήριον]] [[ὅπερ]] ῥιπτόμενον καθ’ ὁδὸν παραλύει τὴν κίνησιν τοῦ ἱππικοῦ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, Πλούτ. 2. 200Β, (ἐν Ἀρβήλοις) [[Δαρεῖος]] τὸ μεταίχμιον τῆς συμβολῆς τριβόλοις κατέσπειρε Πολυαίνου Στραγ. Δ΄, γ΄ (σ. 118 ἔκδ. Κοραῆ), 139. 2, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.· [[ἐπίσης]], [[μέρος]] τοῦ εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ ἵππου ἐμβαλλομένου χαλινοῦ, Πολυδ. Α΄, 148. 2) ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, ἔνυδρόν τι φυτὸν ἀκανθῶδες, Λατ. trĭbulus. τρ. [[ἔνυδρος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 1, Διόσκ. 4. 15. β) ὅμοιον φυτὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς [[ὅπερ]] καὶ προσεκολλᾶτο εἰς τὰ ἔρια τῶν προβάτων. Ἀριστοφ. Λυσ. 576, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6· ἄκανθαι καὶ τρ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 8· - ὁ Ἀλκαῖος 47 καλεῖ τὸν ὄξινον [[οἶνον]], ὀξύτερων τριβόλων· - παρὰ Φιλοστρ. 492, ἐπηνωρθώθη προσβολῶν ἐξ’ Ἀντιγράφων. ΙΙ. τρίβολοι, οἱ, ἁλωνιστικὴ μηχανὴ συγκείμενη ἐκ σανίδων, εἰς τὴν [[κάτω]] ἐπιφάνειαν τῶν ὁποίων ἐνεπήγνυντο λιθάρια ὀξύτατα ὡς καὶ νῦν, Ἀρχ. Μαθ., ἡ παρ’ Οὐεργιλίῳ trῑbula, Γεωργ. 1. 164· [ὅπoυ τὸ ῑ δεικνύει ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἐκ τοῦ [[τρίβω]], tero]· ἀλλ’ ἔχομεν τρῐβόλους ἀχυρότριβας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 104. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τριβολου, ὁ ([[τρεῖς]] and [[βάλλω]] (cf. [[βέλος]]), [[three]]-[[pointed]])), a [[thistle]], a [[prickly]] [[wild]] [[plant]], [[hurtful]] to [[other]] plants: [[Aristophanes]], others; the Sept. for דַּרְדַּר, צְנִינִים thorns, B. D. [[under]] the [[word]], Thorns and Thistles, 4; Löw, Aram. Pflanzennamen, § 302.) | |txtha=τριβολου, ὁ ([[τρεῖς]] and [[βάλλω]] (cf. [[βέλος]]), [[three]]-[[pointed]])), a [[thistle]], a [[prickly]] [[wild]] [[plant]], [[hurtful]] to [[other]] plants: [[Aristophanes]], others; the Sept. for דַּרְדַּר, צְנִינִים thorns, B. D. [[under]] the [[word]], Thorns and Thistles, 4; Löw, Aram. Pflanzennamen, § 302.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />ετήσιο [[ζιζάνιο]] [[φυτό]] («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό σιδερένιο [[τεμάχιο]] με [[τρεις]] αιχμές τοποθετημένες [[κατά]] τρόπο ώστε η μία να στέκεται [[πάντοτε]] κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο [[έδαφος]], το οποίο διασκόρπιζαν [[κατά]] μάζες, για να παρακωλύσουν την [[πορεία]] εχθρικού στρατού<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του χαλινού του ίππου<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ακανθωδών [[φυτών]] (α. «[[τρίβολος]] [[παραθαλάσσιος]]» β. «[[τρίβολος]] [[φυλλάκανθος]]»)<br /><b>4.</b> το αλωνιστικό [[εργαλείο]] [[τριβόλι]]<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τρίβολος]], -<i>ον</i><br />α) αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές<br />β) αυτός που έχει ενωθεί από [[τρία]] μέρη («πυρὰ πυργοειδὴς [[τρίβολος]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «οι κατακρημνώμενοι τρίβολοι» — μηχανήματα αναρτημένα από τον τοίχο φρουρίου για [[υπεράσπιση]] από τους πολιορκητικούς κριούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span>[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>βολος</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. φυτού [[επειδή]] αυτό είχε το ίδιο [[σχήμα]] με το πολεμικό όργανο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και με τις δύο σημ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tribulus</i>). Εξαλλου, η λ. με σημ. «αλωνιστικό όργανο» υποστηρίζεται ότι έχει δεχθεί την [[επίδραση]] του <i> | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br />ετήσιο [[ζιζάνιο]] [[φυτό]] («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό σιδερένιο [[τεμάχιο]] με [[τρεις]] αιχμές τοποθετημένες [[κατά]] τρόπο ώστε η μία να στέκεται [[πάντοτε]] κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο [[έδαφος]], το οποίο διασκόρπιζαν [[κατά]] μάζες, για να παρακωλύσουν την [[πορεία]] εχθρικού στρατού<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του χαλινού του ίππου<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ακανθωδών [[φυτών]] (α. «[[τρίβολος]] [[παραθαλάσσιος]]» β. «[[τρίβολος]] [[φυλλάκανθος]]»)<br /><b>4.</b> το αλωνιστικό [[εργαλείο]] [[τριβόλι]]<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τρίβολος]], -<i>ον</i><br />α) αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές<br />β) αυτός που έχει ενωθεί από [[τρία]] μέρη («πυρὰ πυργοειδὴς [[τρίβολος]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «οι κατακρημνώμενοι τρίβολοι» — μηχανήματα αναρτημένα από τον τοίχο φρουρίου για [[υπεράσπιση]] από τους πολιορκητικούς κριούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span>[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>βολος</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. φυτού [[επειδή]] αυτό είχε το ίδιο [[σχήμα]] με το πολεμικό όργανο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και με τις δύο σημ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tribulus</i>). Εξαλλου, η λ. με σημ. «αλωνιστικό όργανο» υποστηρίζεται ότι έχει δεχθεί την [[επίδραση]] του <i>τρῖβω</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tribulum</i>, σχηματισμένο από το θ. <i>tri</i>- του <i>tero</i> «[[τρίβω]]», αν δεν θεωρηθεί παρετυμολογική η [[ένταξη]] του σ' αυτήν την [[οικογένεια]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρίβολος:''' [ῐ], -ον=τρῐ-βελής·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως ουσ., [[εργαλείο]] με [[τρία]] [[μεγάλα]] καρφιά, τοποθετημένο έτσι ώστε ένα από τα καρφιά να στοχεύει προς τα πάνω, το οποίο χρησιμοποιείτο για να κουτσαίνει τα άλογα του ιππκού των εχθρών την ώρα της μάχης, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αγκαθωτό [[φυτό]], [[γαϊδουράγκαθο]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> <i>τρίβολοι</i>, <i>οἱ</i>, αλωνιστική [[μηχανή]], που αποτελείται από σανίδες, στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] των οποίων μπήγονταν [[πολύ]] κοφτερά λιθάρια, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρί-˘βολος, ον, = τρῐβελής]<br /><b class="num">I.</b> as [[substantive]] a caltrop, i. e. a [[three]]-[[spiked]] [[implement]], formed so that one of the spikes must [[point]] upwards, used to [[lame]] the [[enemy]]'s horses, Plut.<br /><b class="num">2.</b> a [[prickly]] [[plant]], a [[burr]], [[thistle]], NTest.<br /><b class="num">II.</b> τρίβολοι, οἱ, a threshing-[[machine]], boards with [[sharp]] stones [[fixed]] in the [[bottom]], Anth. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':tr⋯boloj 特里-波羅士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':三-投<br />'''字義溯源''':鐵蒺藜(用來阻礙敵軍前進三叉星形障礙物),蒺藜;由([[τρεῖς]] / [[Τρεῖς ταβέρναι]])*=三)與([[βέλος]])=火箭)組成,而 ([[βέλος]])出自([[βάλλω]] / [[ἀμφιβάλλω]])*=投,擲)。比較: ([[ἄκανθα]])=荊棘<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 蒺藜(2) 太7:16; 來6:8 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=μέ [[τρεῖς]] αἰχμές). Ἀπό τό ἐπίρρ. [[τρίς]] + βαλλεῖν τοῦ [[βάλλω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[τρίαινα]]. | |||
}} | }} |